φρέατ'

φρέατ'
φρέατα , φρέαρ
an artificial well
neut nom/voc/acc pl
φρέατι , φρέαρ
an artificial well
neut dat sg
φρέατε , φρέαρ
an artificial well
neut nom/voc/acc dual

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Φρεατ(τ)ώ — οῦς, και Φρεαττύς, ύος, ἡ, Α δικαστήριο στον Πειραιά, όπου δίκαζαν εκείνους που είχαν εξοριστεί για ακούσιο φόνο και βαρύνονταν συγχρόνως με την κατηγορία διάπραξης δεύτερου, εκούσιου φόνου και οι οποίοι δεν είχαν το δικαίωμα να πατήσουν το πόδι… …   Dictionary of Greek

  • ταφρορύκτης — ο, ΝΜ αυτός που ανοίγει τάφρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < τάφρος + ὀρύκτης (< ὀρύσσω «σκάβω»), πρβλ. φρεατ ορύκτης] …   Dictionary of Greek

  • τοιχορύκτης — και τοιχωρύκτης, ὁ, Α τοιχωρύχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τοῖχος + ὀρυκτης (< ὀρύσσω «σκάβω»), πρβλ. φρεατ ορύκτης] …   Dictionary of Greek

  • χρυσορύκτης — ὁ, ΜΑ αυτός που εξάγει από τη γη χρυσό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ὀρυκτης (< ὀρύσσω), πρβλ. φρεατ ορύκτης] …   Dictionary of Greek

  • ψυκτηρίας — ὁ, Μ είδος ποτηριού, ψυκτήρ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυκτήρ + κατάλ. ίας (πρβλ. φρεατ ίας)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”